Ποιοι παράγοντες επηρεάζουν την επαρκή δόση κετορολάκης;

Το Ketorolac είναι η γενική ονομασία για το συνταγογραφούμενο φάρμακο Toradol®, ένα φάρμακο που χρησιμοποιείται για την αναλγησία ή τη βραχυπρόθεσμη μείωση του πόνου. Άλλες χρήσεις της κετορολάκης περιλαμβάνουν την ανακούφιση από τον πόνο στα μάτια και το κάψιμο ή τον κνησμό που σχετίζεται με λοιμώξεις των κόλπων και εποχιακές αλλεργίες. Ως μέλος μιας κατηγορίας φαρμάκων γνωστών ως μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων, υπάρχει ένας αριθμός κινδύνων της κετορολάκης που μπορεί να επηρεάσει ορισμένους πληθυσμούς ασθενών περισσότερο από άλλους, απαιτώντας προσαρμογή της δόσης ή εναλλακτική φαρμακευτική αγωγή. Άλλοι παράγοντες που μπορούν να κάνουν μια προσαρμογή στην αρχική δόση κετορολάκης είναι απαραίτητη είναι η ηλικία, η μειωμένη νεφρική λειτουργία και η μέθοδος χορήγησης φαρμάκου που θα χρησιμοποιηθεί.

Η τυπική δόση για ενήλικες είναι 30 mg χορηγούμενη κάθε έξι ώρες και η συνολική δόση κετορολάκης δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 120 mg εντός 24 ωρών. Κατά τη χορήγηση του φαρμάκου σε ενήλικα ασθενή που είναι μικρότερος των 65 ετών, θα πρέπει να χρησιμοποιείται μία εφάπαξ ενδομυϊκή δόση κετορολάκης των 60 mg ή μία εφάπαξ ενδοφλέβια δόση των 30 mg. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι ενήλικες ασθενείς μπορεί να χρειαστούν μόνο τη μισή αυτής της δόσης. Σε ασθενείς ηλικίας 65 ετών και άνω, που ζυγίζουν λιγότερο από 110 κιλά ή έχουν μειωμένη νεφρική λειτουργία, δεν πρέπει να χορηγούνται περισσότερα από 50 mg ανά εξάωρο και δεν πρέπει να υπερβαίνουν τη δόση των 15 mg σε μια μέρα.

Όταν χορηγείται από το στόμα, συνιστάται δόση 10 mg χορηγούμενη τέσσερις φορές την ημέρα. Αυτή η δόση κετορολάκης δεν θα πρέπει να υπερβαίνεται ακόμη και για την ανακούφιση του πρωτοφανούς πόνου, ούτε θα πρέπει να χρησιμοποιούνται δόσεις συντήρησης. Μπορεί να είναι καλύτερο να χρησιμοποιείτε παυσίπονα με βάση τα οπιοειδή μαζί με κετορολάκη. Δεν απαιτούνται προσαρμογές της δοσολογίας για γηριατρικούς ασθενείς ή ασθενείς με χαμηλό σωματικό βάρος. Η από του στόματος χορήγηση κετορολάκης θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο για τη συνέχιση της θεραπείας μετά από ένα αρχικό ενδομυϊκό ή ενδοφλέβιο σχήμα διαχείρισης του πόνου.

Σε ασθενείς ηλικίας μεταξύ δύο και 16 ετών, η κετορολάκη μπορεί να χορηγηθεί είτε ενδοφλέβια είτε ενδομυϊκά. Ωστόσο, η κετορολάκη δεν έχει εγκριθεί για από του στόματος χρήση σε παιδιατρικούς πληθυσμούς. Η τυπική εφάπαξ ενδομυϊκή δόση κετορολάκης στην παιδιατρική είναι 30 mg, ενώ για ενδοφλέβια χορήγηση είναι 15 mg.

Οι κίνδυνοι της κετορολάκης ως παυσίπονου είναι σημαντικοί και αυξάνονται με την πάροδο του χρόνου, καθιστώντας άστοχη τη χορήγηση κετορολάκης σε έναν ασθενή για περισσότερο από μια περίοδο πέντε ημερών. Λόγω της υψηλής συχνότητας εμφάνισης θανατηφόρων παρενεργειών, πολλές χώρες έχουν ανακαλέσει την έγκριση του φαρμάκου. Στις χώρες που εξακολουθούν να επιτρέπουν τη χρήση της κετορολάκης στην ιατρική, πολλές ρυθμίζουν αυστηρά τη χρονική περίοδο που μπορεί να χορηγηθεί.