Το καθαυτό δόγμα είναι μια νομική έννοια που υποστηρίζει ότι ορισμένες δραστηριότητες είναι τόσο αντίθετες με αποδεκτές πρακτικές που τα δικαστήρια μπορούν να τις κρίνουν παράνομες χωρίς να χρειάζεται να ερευνήσουν τις προθέσεις του παραβάτη. Οι νόμοι περί αμέλειας και αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας είναι οι πιο συνηθισμένες περιπτώσεις όπου ισχύει το per se δόγμα. Ο καθορισμός τιμών είναι ένα πρωταρχικό παράδειγμα παραβίασης της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας με βάση το καθεαυτό δόγμα. Η αμέλεια καθεαυτή προβλέπει την υπόθεση αμέλειας εάν ένας κατηγορούμενος παραβίασε τους νόμους του κράτους που προορίζονται να διασφαλίσουν την ασφάλεια. Εν ολίγοις, το ίδιο το δόγμα ακολουθεί την πεποίθηση ότι ορισμένες πρακτικές είναι λανθασμένες από την ίδια τους τη φύση και ένα πρόσωπο ή οντότητα που εφαρμόζει τέτοιες μεθόδους θα πρέπει ενστικτωδώς να γνωρίζει ότι η πρακτική είναι εσφαλμένη και επομένως είναι υπαίτιο και υπεύθυνο για επακόλουθες ζημίες.
Τις περισσότερες φορές, η έννοια του per se δόγματος εφαρμόζεται σε επιχειρηματικά περιβάλλοντα όπου ισχύουν αντιμονοπωλιακή νομοθεσία. Ο νόμος Sherman Antitrust Act του 1890, κοινώς γνωστός ως Sherman Act, περιορίζει σοβαρά τα μονοπώλια στις Ηνωμένες Πολιτείες. Συλλογικά, ο νόμος Sherman και άλλοι νόμοι κατά των μονοπωλίων είναι γνωστοί ως νόμοι περί ανταγωνισμού. Σύμφωνα με αυτούς τους νόμους, οι εταιρείες δεν μπορούν να περιορίσουν αθέμιτα το εμπόριο σε έναν συγκεκριμένο κλάδο μέσω καθορισμού τιμών ή σκόπιμης καταστροφής του ανταγωνισμού με αθέμιτα ή αδικαιολόγητα μέσα. Ο σκοπός του νόμου Sherman και άλλων αντιμονοπωλιακών νόμων είναι η διασφάλιση θεμιτού ανταγωνισμού στην αγορά για την προστασία των καταναλωτών και της οικονομίας στο σύνολό της.
Οι σοβαρές αντιμονοπωλιακές παραβιάσεις, δεν απαιτούν δικαστική έρευνα για να διαπιστωθεί η παρανομία τους. Ομοίως, οι προθέσεις μιας επιχείρησης ή μιας βιομηχανίας όσον αφορά τις καθ’ αυτές παραβιάσεις της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας είναι άσχετες. Εάν μια επιχείρηση, ένας όμιλος επιχειρήσεων ή ένας κλάδος στο σύνολό του εφαρμόζει τέτοιες πρακτικές που θεωρούνται κατάφωρες παραβιάσεις της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας, η πρακτική θεωρείται αυτόματα παράνομη μέσω του per se δόγματος. Παραδείγματα αντιμονοπωλιακών παραβιάσεων που αφορούν καθεαυτό δόγμα περιλαμβάνουν τη σκόπιμη χειραγώγηση των τιμών της αγοράς για κέρδος, γνωστή ως καθορισμός τιμών, τη δημιουργία εξαιρετικά υψηλών φραγμών εισόδου για ορισμένους επενδυτές και τη σκόπιμη μονοπώληση ενός κλάδου εις βάρος των καταναλωτών.
Το δίκαιο του ανταγωνισμού και η έννοια του per se δόγματος δεν βρίσκονται μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πολλές χώρες έχουν θεσπίσει το δικό τους σύνολο νόμων και κανονισμών κατά του αθέμιτου εμπορίου. Οι ευρωπαϊκές χώρες, ως μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν τη Συνθήκη της Ρώμης, ενώ η Αυστραλία έχει τον νόμο περί εμπορικών πρακτικών. Σε αυτές τις χώρες και τα συνδικάτα, το δόγμα αυτό καθεαυτό λαμβάνει τη μορφή εννοιών όπως η ασφάλεια δικαίου και η προβλεψιμότητα των αποτελεσμάτων. Σύμφωνα με αυτές τις έννοιες, ισχύει η ίδια κατανόηση του per se, καθώς ορισμένες δραστηριότητες έχουν ένα εύκολα προβλέψιμο αποτέλεσμα παραβίασης των αντιμονοπωλιακών νόμων.